It seems you have disabled javascript. Please enable javascript for this site to function properly.

  • Σχόλιο του χρήστη 'Αναστασία Π.' | 31 Ιουλίου 2020, 12:49

    Θα διαφωνήσω ολοσχερώς για τους ακόλουθους λόγους καταρρίπτοντας έναν προς έναν τους «ισχυρισμούς» σας: • Με μία πολύ προσεκτικότερη ανάγνωση τόσο του άρθρου 29 του ν.4369/2016 όσο και του άρθρου 45 του ν.4674/2020, εύλογα μπορεί κανείς να διαπιστώσει ότι το μεν πρώτο συγκεκριμένο άρθρο τροποποιεί τα άρθρα 84, 85,86 87, 88 και 89 του δημοσιουπαλληλικού κώδικα (ν.3528/2007) που σχετίζονται με τα κριτήρια επιλογής προϊσταμένων και την διαδικασία επιλογής και το δε δεύτερο συγκεκριμένο, το άρθρο 84 του δημοσιουπαλληλικού κώδικα (ν.3528/2007), ενώ αφήνουν τελείως ανέπαφο το άρθρο 97 του δημοσιουπαλληλικού κώδικα που αναφέρει ρητά ότι η κατηγορία ΠΕ έχει το προβάδισμα έναντι της κατηγορίας ΤΕ. Κατά συνέπεια υφίσταται λόγος αντιπαράθεσης μεταξύ ΠΕ και ΤΕ για τις θέσεις προϊσταμένων οργανικών μονάδων, καθότι η εξομοίωση των βαθμίδων έρχεται σε ευθεία αντίστιξη με το άρθρο 97 του δημοσιουπαλληλικού κώδικα που δίνει προβάδισμα στην κατηγορία ΠΕ έναντι της ΤΕ. • Υφίσταται, εν προκειμένω, η απόφαση η υπ’αριθμ. 2817/2017 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας η οποία εκδόθηκε στις 16/01/2018 σχετικά με το θεσπιζόμενο από το Ν.3528/2007 Α97 (Κώδικα Κατάστασης Δημόσιων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπάλληλων ΝΠΔΔ), προβάδισμα των κατηγοριών στην επιλογή προϊσταμένων οργανικών μονάδων, η οποία ακυρώνει το ΠΔ 149/2010 (Α’ 242/27-12-2010) «Οργανισμός της Περιφέρειας Κρήτης» κατά το μέρος που στις διατάξεις του, που αφορούν στον ορισμό προϊσταμένων στις σχετικές οργανικές μονάδες στον οποίο ορίζεται ότι επιλέγονται διαζευκτικά υπάλληλοι διαφορετικής κατηγορίας (ΠΕ ή ΤΕ), χωρίς να ορίζεται ότι η κατηγορία ΠΕ έχει προβάδισμα έναντι της κατηγορίας ΤΕ, και σαφώς καταστρατηγεί την περ.δ του άρθρου 97 που ορίζει ότι το καθοριζόμενο προβάδισμα των κατηγοριών παύει να ισχύει μόνον στις περιπτώσεις κατά τις οποίες οι οργανικές διατάξεις βάσει του αντικειμένου των συγκεκριμένων οργανικών μονάδων και την ειδικότητα του κλάδου των υπαλλήλων προβλέπουν την τοποθέτηση ως προϊσταμένου οργανικής μονάδας υπαλλήλου που έπεται κατά το προβάδισμα και όχι αδιακρίτως για όλες τις σχετικές οργανικές μονάδες. • Από τα παραπάνω καθίσταται αναπόδραστα σαφές ότι η βούληση του νομοθέτη δεν μεταβάλλεται επουδενί σε ότι αφορά στο προβάδισμα των κατηγοριών και δεν πρέπει, επ’αυτού, να γίνονται διαστρεβλώσεις και παρερμηνείες κατά το δοκούν που στόχο έχουν την εξυπηρέτηση ιδιωτικών συμφερόντων. Η ακυρωτική απόφαση του ΣτΕ αποδεικνύει περίτρανα το γράμμα και το πνεύμα του νόμου ο οποίος κινείται ακόμη και με το νεώτερο ν. 4674/2020 στο ίδιο μήκος κύματος. Η τοποθέτηση του διαζευκτικού «ή» ανάμεσα στις 2 κατηγορίες στα συγκεκριμένα άρθρα δεν καταστρατηγεί το προβάδισμα της κατηγορίας ΠΕ αλλά έχει την έννοια ότι επιλέγονται άτομα εκ των 2 κατηγοριών αποκλειομένης άλλης κατώτερης και σεβομένου του προβαδίσματος του άρθρου 97 του υπαλληλικού κώδικα που παραμένει άθικτο. • Το θέμα, εν προκειμένω, δεν είναι να αναλύσουμε όλες τις εξαιρέσεις και να βγάζουμε βιαστικά συμπεράσματα που καθόλου δεν αντανακλούν την πραγματικότητα. Το θέμα δεν είναι να γίνει επίκληση σε μία προσωπική εμπειρία και να την χρησιμοποιήσουμε ως βάση για την προώθηση ιδιοτελών σκοπών και συμφερόντων. Το θέμα δεν είναι να αγνοηθεί επιδεικτικά ο κανόνας λόγω του ότι κάποιοι έχουν επιλεκτική μνήμη και θεώρηση των πραγμάτων. Όχι. Αυτό δεν πρόκειται να επιτραπεί σε καμία περίπτωση. Αποτελεί επιταγή του νομοθέτη που στηριγμένη πάνω σε δίκαια επιχειρήματα και αντλώντας ισχύ από τα διδάγματα της κοινής λογικής, πείρας και δεδομένων αποτελεί συνάμα απαίτηση της κοινωνίας. Η εκπαίδευση των ΑΕΙ είναι ανώτερη από αυτήν προσφέρουν τα ΤΕΙ και αυτό κατοχυρώνεται θεσμικά και λογικά. Δεν είναι τυχαίες οι βαθμολογίες που απαιτούνται για την εισαγωγή στα έκαστα. Στα ΑΕΙ είναι προφανώς υψηλότερες γιατί απαιτείται από τους εισερχόμενους φοιτητές ανώτερος και καλύτερος τρόπος σκέψης, απαιτείται υψηλότερο επίπεδο δυνατοτήτων για την βέλτιστη ανταπόκριση στις αυξημένες απαιτήσεις που αυτά εμφανίζουν. Δεν μπορεί κάποιος να έλθει σε ευθεία αντιπαράθεση με αυτό χρησιμοποιώντας ένα στενού μήκους επιχείρημα στηριγμένο σε προσωπική εμπειρία, επιλογή και σταδιοδρομία χωρίς καμία επίκληση σε συνταγματικές, διοικητικές ή άλλου είδους αρχές. Και ομιλώ για αρχές, διότι αυτές είναι στις οποίες στηρίζεται ο εκάστοτε νομοθέτης για την παραγωγή ενός κανόνα δικαίου. Αυτές είναι που θα αποτελέσουν αναπόδραστα τη βάση για την παραγωγή της δήλωσης βούλησης αυτού. Τουναντίον, ουδέποτε η επίκληση προσωπικών εμπειριών, εκτιμήσεων και επιλεκτικών αναμασημάτων σε καμία χώρα του πολιτισμένου κόσμου δεν αποτέλεσαν το βάθρο εκπόνησης ενός νομοθετήματος. Εν προκειμένω, οφείλω να σας υπενθυμίσω την συνταγματικής περιωπής αρχή της ισότητας (Σ4§1): Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου. Εκ της σχετικής δικαστικής νομολογίας, στην συγκεκριμένη περίπτωση αυτή δεν λογίζεται ως τυπική-αριθμητική αλλά ως αναλογική, δηλ. όμοια αντιμετώπιση των ομοίων και ανόμοια των ανόμοιων. • Σε κάθε περίπτωση, αλυσιτελώς προβάλλετε τους ισχυρισμούς σας καθώς με την πρόσφατη εξίσωση των ΑΕΙ και ΤΕΙ, οι παλαιοί απόφοιτοι των δεύτερων με συγκεκριμένες διαδικασίες και εξετάσεις τους δίνεται η δυνατότητα να εξισώσουν το πτυχίο τους με αυτό της πρώτης κατηγορίας. Όσοι το κάνουν, θα μεταπηδήσουν στην κατηγορία ΠΕ, όσοι όμως όχι, θα παραμείνουν στην κατώτερη. • Από την άλλη μεριά το σχόλιο σας δεν προβάλλεται λυσιτελώς όσον αφορά τμήματα περί χαρακτηρισμών της Διοίκησης. Δεν υπάρχει σε καμία περίπτωση αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της αναγνώρισης του προβαδίσματος της κατηγορίας ΠΕ έναντι αυτής της ΤΕ με την αναποτελεσματικότητα και ελλιπή αποδοτικότητα. Απεναντίας, η κατηγορία ΠΕ λόγω ακριβώς του ανώτατου χαρακτήρα της εκπαίδευσης των απόφοιτων αυτής παρέχει όλα εκείνα τα εχέγγυα που απαιτούνται για την βέλτιστη διεκπεραίωση των καθηκόντων του αντικειμένου που ανατίθεται σε αυτούς με κάθε τρόπο. Η μεγάλη πλειοψηφία των αποφοίτων ΑΕΙ μόχθησε με ιδιαίτερους κόπους και προσπάθεια για την απόκτηση των πτυχίων της. Ας μην παραγνωρίζεται και παραγκωνίζεται αυτό. Οι εξαιρέσεις αποτελούν ένα άλλο θέμα το οποίο εδώ δεν ενδιαφέρει. Για αυτό τον λόγο, καλύτερα ο καθένας ας προσέχει τα δοκίμια του πριν σχολιάσει. Μια χαρά μπορεί να εφαρμοσθεί ο νόμος στην προκείμενη περίπτωση και να διαλύσει τις όποιες αμφιβολίες εμφιλοχώρησαν αποκρυσταλλώνοντας ρητά και σαφώς τα όρια μεταξύ των 2 κατηγοριών υπακούοντας στα κελεύσματα του νομοθέτη. Με αυτόν τον τρόπον, εσείς διαπράττετε το σύνηθες ατόπημα του εγκιβωτισμού σε λογικές ισοπεδωτικού εξισωτισμού με το να επιμένετε στην εξίσωση των 2 κατηγοριών. • Το ζητούμενο, όμως, στην προκειμένη περίπτωση δεν είναι να εφευρίσκουμε λογικοφανή επιχειρήματα που αναδύονται καθαρά από προσωπικές μας εμπειρίες για να στοιχειοθετήσουμε την εξίσωση των δύο προαναφερόμενων κατηγοριών, αλλά να εφευρίσκουμε λογικά επιχειρήματα που συμβαδίζουν με το γράμμα του νόμου, η διατύπωση του οποίου είναι ξεκάθαρη όσον αφορά το προβάδισμα της πανεπιστημιακής κατηγορίας έναντι της τεχνολογικής (άρθρο 97 του Δημοσιοϋπαλληλικού Κώδικα). Από ό,τι βλέπω υποπίπτετε στα ίδια παραπτώματα και ατοπήματα και λογικούς σολικισμούς με τα οποία προσπαθείτε άσκοπα και εις μάτην να πλαγιοκοπήσετε ένα επιχείρημα το οποίο στηρίζεται σε κανονιστική ρύθμιση ψηφισθείσα από τη Βουλή των Ελλήνων. Ο προβαλλόμενος ισχυρισμός σας δεν κρίνεται επ’ ουδενί πρόσφορος, κατάλληλος και αναγκαίος, ενώ από την άλλη, παραβιάζει κατάφωρα την αρχή της αναλογικότητας όσο και αυτήν της εξυπηρέτησης του δημοσίου συμφέροντος. Ως εκ τούτου ο ισχυρισμός σας κρίνεται απορριπτέος ως αβάσιμος. ...............

Πίσω
Κοινοποίηση